Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

ΕΚΕΙΝΗ Η ΜΕΡΑ

Ντύθηκα στα γρήγορα και βγήκα έξω. Μόλις βρέθηκα πίσω στην αλάνα με χτύπησε η μυρωδιά του κόλπου, ένας συνδυασμός αρμύρας και μιας άλλης δυσάρεστης οσμής που όμως δεν σε ενοχλούσε, αφού μέτραγες πλέον χιλιάδες περιπάτους στην πλακόστρωτη παραλία, μάλιστα έδενε πολύ ωραία και με τη γεύση που σου άφηναν στο στόμα τα σπόρια ή αλλιώς "πασατέμπο" όπως τα αποκαλούν οι Αθηναίοι.

Πέρασα τη λεωφόρο Κένεντι (έτσι λεγόταν τότε) και βρέθηκα στο πάρκο, το οποίο ήταν ο τόπος των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων γενεών και γενεών και φυσικά ο τόπος από τον οποίο εγώ και άλλοι πιτσιρικάδες τρέχαμε σαν λαγοί όταν μας κυνηγούσαν οι μυούμενοι στον έρωτα εξαγριωμένοι νεαροί, επειδή τους πετούσαμε πετραδάκια μέσα από τους θάμνους. Και μετά μιλάμε για παιδική αθωότητα!!!
Άρχισα να περπατάω με τον γνωστό αργό θεσσαλονικιότικο ρεμβαστικό τρόπο, κοιτώντας την Πιερία απέναντι, κάνοντας ένα σωρό αισιόδοξες σκέψεις για το επικείμενο θέρος και ένα σωρό απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία του πεπρωμένου μου μετά από το τέλος της φοιτητικής μου ζωής όταν και εφόσον ΘΑ αποκτούσα το χαρτί που γράφει "Πτυχίον".

Έμπαινα αισίως στο τέταρτο έτος και ακόμα δεν είχα αποφασίσει τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω! (sic). Οι σπουδές μου στην Αγγλική Φιλολογία πλέον είχαν εξαντληθεί σε μια εξ αποστάσεως, μη πλατωνική όμως, σχέση με τον πανεπιστημιακό χώρο. Είχε σβήσει το δέος των πρώτων junior ημερών μου όταν έτρεχα στις γραμματείες και στα αμφιθέατρα ασθμαίνων να παρακολουθήσω τις παραδόσεις που, όντως, ασχέτως μαθήματος και αντικειμένου ασκούσαν μέσα μου την ακαδημαϊκή τους γοητεία.
Όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στο μεγάλο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής για να παρακολουθήσω την παράδοση του κυρίου Αγγέλη στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας χάζευα σαν μικρό παιδί τον χώρο λες και θα προβαλλόταν η πιο αγαπημένη μου ταινία με κινούμενα σχέδια. Δεν ήταν τόσο το συγκεκριμένο μάθημα που με ζάλιζε γλυκά, αλλά η νέα πραγματικότητα που ξεδιπλωνόταν γύρω μου μέσα στα πρόσωπα των πρωτοετών και πρεσβύτερων φοιτητών, στα πανό που διεκδικούσαν την προσοχή μας διεκδικώντας με τα συνθήματά τους ένα καλύτερο αύριο, το οποίο μάλιστα ήταν και επί θύραις όπως υπόσχονταν αυτά, αρκεί όλα να πήγαιναν σύμφωνα με τις ευλογίες και σπέκουλες της κάθε ομάδας που οργάνωνε τις γνωστές τότε ταβερνιάσεις στην Άνω Πόλη.

Η νέα τροπή που είχε πάρει η ζωή μου το ήξερα πως μ' έφερνε κοντά σε μια σχετική αυτονομία από το σπίτι μου μιας και ήμουν γηγενής φοιτητής και μέσα σε μια καταξιωμένη ενηλικίωση του στιλ "ο Γιώργος πλέον είναι φοιτητής".

Φοιτητής... τι σημαίνει αυτή η λέξη; Πολλά και τίποτα. Για μένα όμως ήταν η 5η διάσταση, στην οποία είχα το δικαίωμα πια να σπουδάζω, τεμπελιάζοντας ή να τεμπελιάζω σπουδάζοντας δίνοντας στον εαυτό μου μια άλλη ευκαιρία ν' αναβάλω όλα τα ανεπιθύμητα που πίστευα πως με περίμεναν, να γνωρίσω ανθρώπους με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ν' ερωτευθώ συμφοιτήτριες εν ώρα μαθήματος ή εν ώρα κυλικείου, να πουλήσω εφημερίδες με κόκκινα άστρα και κόκκινη γλώσσα, να κολλήσω αφίσες στη Διοικητηρίου και στην Καλαμαριά και μετά από όλα αυτά να συναντήσω τον πιο καλό μου εαυτό και τον δικό μου παράδεισο στη μουσική.

Συνέχισα τον περίπατο μέχρι το Αχίλλειο. Εκεί βρήκα τον Χρήστο που με ρώτησε για το βράδυ. Του ανήγγειλα με έξαψη πως θα παίζαμε με τους ΓΑΒ! στο υπόγειο αμφιθέατρο της Νομικής πριν από τον Νίκο (Push-Pull) Παπάζογλου. Αυτή έμελλε να είναι η βραδιά που με έπεισε πως το μόνο πράγμα που ήθελα και ήξερα να κάνω πιο καλά ήταν το τραγούδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: