Είμαι Θεσσαλονικιός!Ζω στην Αθήνα όμως πολλά χρόνια,διατηρώντας πάντα την αίσθηση,αυταπάτη.......πείτε το όπως θέλετε,πως ακόμα περπατώ στην λικνιζόμενη Τσιμισκή με τα ωραία δέντρα,τις γοητευτικές βιτρίνες της,τις ακόμα πιό σαγηνευτικές γυναίκες της να φλερτάρουν με ρούχα και νεαρούς Μακεδόνες εξασκώντας την όρασή τους με παντός είδους ερεθίσματα που επιβεβαιώνουν την θηλυκή τους αυταρέσκεια!Ναι,γιατί αυτή εδώ η φρενοκομειακή και ξεμυαλίστρα πόλη ώρες-ώρες με διασπά σε χίλια άσχετα κομμάτια φωνάζοντάς μου μέσα από τα κορναρίσματα και τα αλλόκοτα από θυμό πρόσωπα πως δεν με θέλει,δεν της κάνω,δεν την νοιάζει αν την πονάω κι αν την αγαπώ.Κι αυτή η αδιαφορία της είναι που με τινάζει σαν ελατήριο στον σταθμό Λαρίσης κάθε που η παραίσθηση της πατρίδας μου με κρατά όμηρο πάνω από απλά ένα λεπτό,και ενώ περπατώ στην Πανεπιστημίου ανεβαίνω την Βενιζέλου για να βγω Εγνατία!....
Μου αρέσει που ο σταθμός είναι γεμάτος με εσωτερικούς και αλλοδαπούς μετανάστες,επαρχιώτες φοιτητές,στρατιώτες που γυρνούν στις μονάδες τους,ηλικιωμένες κυρίες που με ρωτάνε ευγενικά-«νεαρέ μου,αχ έχω καταρράκτη και δεν βλέπω στο εισιτήριο τον αριθμό του βαγονιού και της θέσης μου,μπορείς να μου πεις;»,η ακόμα καλύτερα «αχ γιόκα μου,μπορείς να με βοηθήσεις με αυτήν εδώ την βαλίτσα;»και καταλήγω να κουβαλάω όλο το βιός της υπό την επήρρεια της ακαταμάχητής μου συμπάθειας προς τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και ίσως βέβαια και από την αναπόφευκτα οδυνηρή διαπίστωση πως πλησιάζω με ηλλιγιώδη ταχύτητα το σημείο που βρίσκονται αυτοί,το οποίο αν καταφέρω ποτέ να φτάσω,αυτοί θα έχουν φτάσει οριστικά στην χώρα του Shangri La!Καθώς περπατώ χαζεύοντας όλο αυτό το αναστατωμένο από την αναμονή πλήθος,νιώθω τα πόδια μου να βουλιάζουν στο ρυπαρό κατάστρωμα της αποβάθρας του σταθμού,νιώθω τον ιδρώτα των αχθοφόρων και τα δάκρυα των αποχαιρετισμών από τις μακρινές εκείνες εποχές που η μισή Ελλάδα άφηνε την καρδιά της πίσω για την Γερμανία και το Βέλγιο,να ανεβαίνουν σιγά σιγά προς τα πάνω και να με ντύνουν με αυτή τη γνώριμη,άσχημη αλλά κι ευπρόσδεκτη οσμή του κάτουρου που έχει νοτίσει όλον τον σταθμό για πάντα.Σκέφτομαι δε ότι ακόμα κι αν τον κατεδάφιζαν,η οσμή αυτή θα είναι εκεί πεισματικά,ο λεκές μιάς μνήμης που δεν θέλει να ξεχαστεί.
Καθώς το τραίνο πλησιάζει τον σταθμό για την επιβίβαση,επαναλαμβάνεται αυτή η συγκλονιστική στιγμή του πλήθους που μετακινείται ενστικωδώς πιο κοντά στη γραμμή αρχικά και αφού το τραίνο ξαποστάσει με εκείνο τον αναστεναγμό της ρουτινιασμένης του μηχανής,ορμήσει,σαν σμήνος που σπάει σε πολλές κατευθύνσεις,προς τα βαγόνια που θα το υποδεχτούν..Η βοή αυτή από το ποδοβολητό και τις φωνές έχει έναν επικό χαρακτήρα και θα μπορούσε να είναι η ακουστική απόδοση σκηνής από το Όσα Παίρνει Ο Άνεμος...Καταμεσής αυτής της αναστάτωσης το παρατηρητικό μου βλέμμα μπορεί να διακρίνει τη φιγούρα μου,η οποία ωσάν καρικατούρα ενός Δόκτωρ Ζιβάγκο αλλά αποτυχημένου ως ιατρού,αποπειράται την διαφυγή από τα πανταχού παρόντα αθηναικά σοβιέτ που καραδοκούν να τον παραπέμψουν για αυτή του τη φυγομαχία από τον ταξικό αγώνα του κλεινού και δεινού άστεως!Η φιγούρα μου,αφού βέβαια έχει βοηθήσει εκείνη τη κακομοίρα τη γριούλα με τα μπαγκάζια,βρίσκει στενωπές διόδους και γλυστρά με ανυπομονησία μικρού παιδιού ανάμεσα στα σώματα αναζητώντας τη θέση της...Η θέση στο τραίνο είναι το στρατηγικό σημείο του κάθε ταξιδιώτη από το οποίο στήνει καραούλι για την αχόρταγη περιέργειά του για τα τσαλαπατήματα και παθήματα των επιβατών που περιφέρονται σα χαμένες ψυχές στο τραίνο για το επέκεινα.Η θέση καμιά φορά δεν σε θέλει επάνω της,ειδικά αν είσαι κανένα νευρόσπαστο και άμα δεν της κάτσεις φρόνιμα,σε κουνάει από δω κι από ‘κεί.Άλλες φορές σε αφήνει επάνω της όπως το διψασμένο χώμα τη βροχή και κάνεις ένα ταξίδι ονειρεμένο!
Η φιγούρα μου βρίσκει τη θέση της και αφήνει πιά το πρώτο πρόσωπο να πάρει πάλι τη σκυτάλη κάνοντας έτσι αυτή την διήγηση πιό δραματική κι άμεση.
Νιώθω το πρώτο,απαλό με την ήρεμή του δύναμη,τράνταγμα του συρμού καθώς ξεκινά και το σώμα μου αρχίζει να παραδίνεται στο ολοένα αυξανόμενο αγκομαχητό της μηχανής.Από τα δάχτυλα μου βλέπω την ένταση της πόλης να χύνεται σαν πράσινη αύρα που γίνεται μπλε μόλις την χτυπήσει ο ουρανός, μιά γλυκιά νάρκη αρχίζει να βαραίνει τα βλέφαρα στο ελαφρύ μητρικό κούνημα του τραίνου κι αφήνομαι ως αβαρής αστροναύτης στη τροχιά του ταξιδιού που με πάει στη μάνα μου.Αποκοιμιέμαι παραδομένος στη θέα από το παράθυρο
κι ο αέρας ξεφεύγει από το μισόκλειστο στόμα μου βγάζοντας μαζί του ήχους,σαν τις ανάσες ενός ακκορντεόν που κλείνει σιγά σιγά καθώς κλείνω κι εγώ τα μάτια μου μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου